- καταδεσμεύω
- καταδεσμεύωbind uppres subj act 1st sgκαταδεσμεύωbind uppres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδεσμεύω — (AM) δένω με κάτι, περιτυλίγω («περιψύχων καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῡ», ΠΔ) αρχ. 1. κάνω μαγικούς καταδέσμους, δένω με μάγια 2. δένω γερά κάτι για να τό φυλάξω … Dictionary of Greek
καταδεσμεύσει — καταδεσμεύω bind up aor subj act 3rd sg (epic) καταδεσμεύω bind up fut ind mid 2nd sg καταδεσμεύω bind up fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεσμεύσουσιν — καταδεσμεύω bind up aor subj act 3rd pl (epic) καταδεσμεύω bind up fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταδεσμεύω bind up fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεσμεῦον — καταδεσμεύω bind up pres part act masc voc sg καταδεσμεύω bind up pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεσμεύει — καταδεσμεύω bind up pres ind mp 2nd sg καταδεσμεύω bind up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεσμεύοντα — καταδεσμεύω bind up pres part act neut nom/voc/acc pl καταδεσμεύω bind up pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεσμεύουσιν — καταδεσμεύω bind up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταδεσμεύω bind up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεσμευθῆναι — καταδεσμεύω bind up aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεσμευομένη — καταδεσμεύω bind up pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεσμεύειν — καταδεσμεύω bind up pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)